σοβαρός

σοβαρός
-ή, -ό
επίρρ.
1. συγκρατημένος, μετρημένος, αξιοπρεπής: Ο μεγάλος γιος του είναι πολύ σοβαρός.
2. λιγομίλητος, αυστηρός: Είναι σοβαρός και δε μιλάει πολύ.
3. σπουδαίος, αυτός που έχει βαρύτητα: Μας κάλεσε για να συζητήσουμε ένα σοβαρό θέμα.
4. επικίνδυνος: Η κατάσταση του αρρώστου είναι πολύ σοβαρή.
5. αξιόλογος, σημαντικός: Γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια για ανανέωση του πολιτικού βίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σοβαρός — rushing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρός — ή, ό / σοβαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ και α, Ν νεοελλ. 1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά») 2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα») 3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α.… …   Dictionary of Greek

  • σοβαρά — σοβαρός rushing neut nom/voc/acc pl σοβαρά̱ , σοβαρός rushing fem nom/voc/acc dual σοβαρά̱ , σοβαρός rushing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρώτερον — σοβαρός rushing adverbial comp σοβαρός rushing masc acc comp sg σοβαρός rushing neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρωτέραις — σοβαρός rushing fem dat comp pl σοβαρωτέρᾱͅς , σοβαρός rushing fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρωτέρων — σοβαρός rushing fem gen comp pl σοβαρός rushing masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρῶν — σοβαρός rushing fem gen pl σοβαρός rushing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρόν — σοβαρός rushing masc acc sg σοβαρός rushing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρώτατα — σοβαρός rushing adverbial superl σοβαρός rushing neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρώτατον — σοβαρός rushing masc acc superl sg σοβαρός rushing neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”