σοβαρός — rushing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρός — ή, ό / σοβαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ και α, Ν νεοελλ. 1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά») 2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα») 3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α.… … Dictionary of Greek
σοβαρά — σοβαρός rushing neut nom/voc/acc pl σοβαρά̱ , σοβαρός rushing fem nom/voc/acc dual σοβαρά̱ , σοβαρός rushing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρώτερον — σοβαρός rushing adverbial comp σοβαρός rushing masc acc comp sg σοβαρός rushing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρωτέραις — σοβαρός rushing fem dat comp pl σοβαρωτέρᾱͅς , σοβαρός rushing fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρωτέρων — σοβαρός rushing fem gen comp pl σοβαρός rushing masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρῶν — σοβαρός rushing fem gen pl σοβαρός rushing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρόν — σοβαρός rushing masc acc sg σοβαρός rushing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρώτατα — σοβαρός rushing adverbial superl σοβαρός rushing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρώτατον — σοβαρός rushing masc acc superl sg σοβαρός rushing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)